«Οι απαιτήσεις της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο και τις κάθε είδους αποζημιώσεις των θυμάτων του γερμανικού στρατού κατοχής είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες», διεμήνυσε από τα μαρτυρικά Καλάβρυτα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, στην αντιφώνησή του κατά το γεύμα που παρέθεσε προς τιμήν του ο δήμαρχος της πόλης.
Αναλυτικά και «ειδικώς ως προς τις ως άνω αποζημιώσεις, οι σχετικές απαιτήσεις αφενός δεν έχουν παραγραφεί. Και, αφετέρου, βρίσκουν στέρεο έρεισμα σε συγκεκριμένες διατάξεις του διεθνούς δικαίου, ιδίως δε, σε διατάξεις της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907.
Τρία χρόνια μετά το πρώτο μου προσκύνημα σ’ αυτόν τον Μαρτυρικό Τόπο, τα Καλάβρυτα, υπενθυμίζω την δέσμευση που ανέλαβα τότε ενώπιόν σας: Οι μνήμες που αναβλύζουν από το Ιερό Θυσιαστήριο των Καλαβρύτων μου στέλνουν, υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, το πραγματικό μήνυμα του μαρτυρικού Δήμου Καλαβρύτων: Μου επιβάλλουν το, αυτονόητο βεβαίως κατά την Ιστορία μας και τον Πολιτισμό μας, Εθνικό Χρέος να μην υποστείλω την σημαία της δικαίωσης των Σεπτών Θυμάτων του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων, ιδίως εκπέμποντας και υπηρετώντας, όπου δει, το διπλό μήνυμα: Δεν ξεχνάμε. Ποτέ ξανά».
«Αποτελεί ιστορική διαπίστωση», σύμφωνα με τον Προκόπη Παυλόπουλο, «που και η ίδια η Γερμανία συνομολογεί πλέον -και αυτό την τιμά ως εύγλωττο δείγμα συγγνώμης- ότι στα Καλάβρυτα συντελέσθηκε, στις 13 Δεκεμβρίου 1943, μεσ’ από βάρβαρη σφαγή και ανελέητη καταστροφή, το μεγαλύτερο και απεχθέστερο έγκλημα πολέμου στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, από τον γερμανικό στρατό κατοχής.
Υπό τα δεδομένα αυτά, το δεύτερο μήνυμα, που συμπυκνώνεται στο «Ποτέ ξανά», σημαίνει πως από τα μαρτυρικά Καλάβρυτα εμείς, οι Έλληνες, στέλνουμε urbi et orbi την προειδοποίηση ότι οφείλουμε όλοι να διδασκόμαστε από το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων.
Και διευκρινίζω ότι το μήνυμα «Δεν ξεχνάμε», δεν εμπεριέχει, κατ’ ουδένα τρόπο, αισθήματα εκδίκησης για το έγκλημα πολέμου που αιματοκύλησε τα Καλάβρυτα αφού, πέραν του ότι καμιά τέτοια θυσία δεν αποτιμάται σε χρήμα, η εκδίκηση είναι αίσθημα άγνωστο στην Ιστορία και τον Πολιτισμό του Έθνους των Ελλήνων.
Όλως αντιθέτως, αποτελεί αυτονόητη υποχρέωσή μας, στην μνήμη των Θυμάτων, να επιδιώκουμε την απαρέγκλιτη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, ως στοιχειώδες δείγμα γραφής για την τελική γενικευμένη επικράτηση του Δικαίου και της Νομιμότητας.
Διότι δίχως την επικράτησή τους, υπάρχει ο κίνδυνος Ολοκαυτώματα, όπως αυτό των Καλαβρύτων, έστω και υπό άλλη μορφή, να διαπραχθούν μελλοντικώς.
Υπό τα δεδομένα αυτά έχω τονίσει εδώ και καιρό –και εμμένω πάντα στην διαπίστωσή μου αυτή- ότι οι απαιτήσεις της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο και τις κάθε είδους αποζημιώσεις των θυμάτων του γερμανικού στρατού κατοχής είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες».
Εξειδικεύοντας στη συνέχεια και προς τις ως πιο πάνω αποζημιώσεις, «οι σχετικές απαιτήσεις αφενός δεν έχουν παραγραφεί. Και, αφετέρου, βρίσκουν στέρεο έρεισμα σε συγκεκριμένες διατάξεις του διεθνούς δικαίου, ιδίως δε σε διατάξεις της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907.
Αρα το να μην ξεχνάμε και να υπερασπιζόμαστε, υπό τις ως άνω προϋποθέσεις, τα δικαιώματα των θυμάτων του γερμανικού στρατού κατοχής είναι αποστολή, η οποία υπηρετεί όχι μόνον τα Εθνικά Δίκαια των Ελλήνων, αλλά και την Έννομη Τάξη και τον Πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους τα Καλάβρυτα μου δείχνουν, για μιαν ακόμη φορά, τον δρόμο της αποστολής και του χρέους.
Να είσθε βέβαιοι ότι, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα τον ακολουθήσω, δίχως παρεκκλίσεις και εκπτώσεις.
Το οφείλω στον Τόπο μας, το οφείλω στην μεγάλη Ευρωπαϊκή Οικογένεια, το οφείλω κυρίως στις αρχές και τις αξίες που πρέπει, εμείς οι Έλληνες, να υπηρετούμε ως ηθική –και όχι μόνον- συμβολή μας στην πορεία της Ανθρωπότητας, έναντι των πολλαπλών, υπαρξιακών, προκλήσεων που αντιμετωπίζει και θ’ αντιμετωπίσει στο μέλλον», δήλωσε καταληκτικά ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.