Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τα κοινοβούλια της πΓΔΜ και της Ελλάδας έδωσε νέα ένταση στο Μακεδονικό ζήτημα. Τα Δυτικά Μέσα σχολιάζουν θετικά τόσο την ίδια την Συμφωνία όσο και την κύρωση της, ενώ ξένοι πολιτικοί παράγοντες δηλώνουν ικανοποιημένοι για την ειρηνική διευθέτηση ενός σοβαρού διμερούς βαλκανικού ζητήματος. Πιστεύουν, ότι η ειρηνική αυτή επίλυση θα φέρει σταθερότητα στην περιοχή, παρά την αρνητική στάση της πλειοψηφίας των πολιτών και στις δύο χώρες.
Ωστόσο, υπάρχουν δύο δυνάμεις οι οποίες αγωνίζονται για να ακυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών, ώστε να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Αυτές οι δυνάμεις είναι η Τουρκία και η Ρωσία.
Η ισχυρότερη από τις δύο είναι η Ρωσία, η στάση της οποίας στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι γνωστή. Δεν θέλει την λύση του ονοματολογικού, καθώς πιστεύει πως αυτή θα φέρει την μόνιμη πολιτική και στρατιωτική παρουσία/επέκταση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην βαλκανική χερσόνησο.
Πράγματι, εάν αυτό συμβεί, θα περιοριστεί πολύ η δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, ιδίως στα Δυτικά Βαλκάνια, μετά την είσοδο της «Βόρειας Μακεδονίας» στην Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Εξίσου γνωστή είναι και η (αποτυχημένη) παρέμβαση του ρωσικού παράγοντα σε Ελλάδα και πΓΔΜ, ώστε να δημιουργήσει κωλύματα, αρχικά στην διαπραγμάτευση και στην συνέχεια στην κύρωση της Συμφωνίας. Στα Σκόπια, οι Ρώσοι υποστήριξαν τους εθνικιστές του VMRO–DPMNE και τον Πρόεδρο Ίβανοφ τονίζοντας ότι η Συμφωνία πλήττει τον «μακεδονισμό» του λαού της πΓΔΜ! Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα οι Ρώσοι στήριξαν – είτε έμμεσα, είτε άμεσα – τις συντονισμένες δράσεις και πρωτοβουλίες παραγόντων που αντιτίθενται στην παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας, δηλαδή των παμμακεδονικών οργανώσεων, εκκλησιαστικών παραγόντων και λοιπών μορφωμάτων που ασκούν πολιτική επιρροή. Όμως, παρά τις προσπάθειες των Ρώσων, η Συμφωνία των Πρεσπών υπεγράφη και κυρώθηκε από τα κοινοβούλια των δύο Μερών, καθιστώντας το συνταγματικό όνομα του βόρειου γείτονά μας ως «Βόρειας Μακεδονίας» οριστικά και αμετάκλητα.
Η λύση του ονοματολογικού θα φέρει με την σειρά της και την οριστική είσοδο της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ, χωρίς , ωστόσο, να είναι βέβαιο το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας. Έτσι, σύμφωνα με την Δύση, εξασφαλίζεται η σταθερότητα στην περιοχή, αφού η Ρωσία θεωρείται εκεί παράγοντας αστάθειας. Επίσης, εξασφαλίζεται η ανάπτυξη των Βαλκανίων, η ειρήνη σε μια περιοχή που από το 1990 γνωρίζει την έξαρση του εθνικισμού και του αλυτρωτισμού, αλλά λαμβάνεται υπόψη και η ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής, καθώς και ολόκληρης της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Εντούτοις, η Ρωσία δεν είναι μια δύναμη που εύκολα αποδέχεται την ήττα της, ιδίως στα Βαλκάνια, όπου παραδοσιακά ασκούσε επιρροή. Ακόμα και μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή, η Ρωσία έχει δύο επιλογές με τις οποίες πιστεύει, όπως φαίνεται, ότι μπορεί να σταματήσει την εφαρμογή των συμφωνηθέντων.
Πρώτον,η Ρωσία έχει την δυνατότητα να μην αναγνωρίσει τυπικώς την «Βόρεια Μακεδονία», προτρέποντας τους στενούς συμμάχους της να πράξουν το ίδιο. Αυτό θα δημιουργήσει αρκετά προβλήματα, αλλά όχι καθοριστικά από την στιγμή που σημαντικά κράτη όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία, καθώς και η υπόλοιπη Ε.Ε (αλλά και γιγαντιαίες χώρες του κόσμου όπως η Κίνα και η Ινδία) θα έχουν αναγνωρίσει τη νέα ονομασία και με αυτήν θα έχουν σχέσεις με το γειτονικό μας κράτος.
Δεύτερον, η Ρωσία, εκμεταλλευόμενη την θέση που έχει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ως μόνιμο μέλος μπορεί, να προσφύγει στο όργανο αυτό, να ασκήσει βέτο και να εμποδίσει την αναγνώριση της πΓΔΜ ως «Βόρειας Μακεδονίας» από τον ανώτατο διεθνή οργανισμό. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει πραγματικό πρόβλημα, διότι ο ΟΗΕ είναι ο πλέον αρμόδιος οργανισμός για την διεθνή αναγνώριση των κρατών, είναι δε γνωστό ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί την απειλή του βέτο – το έχει πράξει και στο παρελθόν.
Είναι όμως αρμόδιο το Γενικό Συμβούλιο να εγκρίνει την Συμφωνία των Πρεσπών;Η απάντηση είναι αρνητική, καθώς η Συμφωνία έχει συνομολογηθεί μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών και το μόνο που χρειάζεται είναι η προβλεπόμενη ενημέρωση του Γενικού Γραμματέα και η πρωτοκόλληση του κειμένου στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, μόλις η συμφωνία τεθεί σε εφαρμογή. Εξάλλου, το ίδιο το κείμενο που υπεγράφη, στις τελικές διατάξεις του (Άρθρο 20, παρ. 6 και 10) δεν κάνει αναφορά στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, πιθανώς θεωρώντας την ρωσική αντίδραση ως άκρως αναμενόμενη.Η Ρωσία, ωστόσο, επικαλείται την παράγραφο 3 του Ψηφίσματος 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1993, σύμφωνα με την οποία τα αποτελέσματα των συνομιλιών μεταξύ Σκοπίων και Αθηνών θα κριθούν από το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Πράγματι, με το ψήφισμα 845 δίνεται εντολή στον Γενικό Γραμματέα και εκείθεν στον ειδικό του απεσταλμένο Μάθιου Νίμιτς να μεσολαβήσει στις συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ και να επανέλθει στο Συμβούλιο με την εκπλήρωση της εντολής. Η διαπραγμάτευση, όμως, που οδήγησε στην Συμφωνία των Πρεσπών δεν έγινε με την διαμεσολάβηση του Μ. Νίμιτς αλλά με την «διευκόλυνση» των συνομιλιών από αυτόν. Γι’αυτό άλλωστε ο Νίμιτς υπέγραψε ως μάρτυρας την Συμφωνία. Άρα η Συμφωνία είναι διμερής και δεν έγινε με την ειδική διαμεσολάβηση του ΟΗΕ.
Εν κατακλείδι, γεννιέται το εύλογο ερώτημα: είναι η Ρωσία διατεθειμένη να προχωρήσει σε μία ακόμα σύγκρουση με την Δύση και να διαθέσει σημαντικό κεφάλαιο για τα Βαλκάνια; Αν και η Ρωσία ιστορικά είχε έντονη παρουσία στα Βαλκάνια, αυτή έχει μειωθεί σημαντικά κατά τον 21ο αιώνα. Τα περισσότερα βαλκανικά κράτη έχουν ενταχθεί στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς, με αποκορύφωμα την είσοδο του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ το 2017 παρά τις έντονες προσπάθειες της Ρωσίας να αποτρέψει την εξέλιξη αυτή. Ακόμα και η Σερβία, ο στενότερος σύμμαχος της Ρωσίας στην περιοχή, τα τελευταία χρόνια επιδιώκει την βελτίωση των σχέσεων με τα γειτονικά της κράτη με απώτερο σκοπό την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως, δεν είναι βέβαιον ότι η Ρωσία θα φέρει την Συμφωνία στο Συμβούλιο Ασφαλείας (αν τελικά μπορεί να το κάνει), γιατί αυτό θα επιδεινώσει τις ήδη τεταμένες σχέσεις της με την Δύση. Από την άλλη, η Ρωσία επιθυμεί να διατηρήσει την παρουσία της στα Βαλκάνια και να εξυπηρετεί τα στρατηγικά της συμφέροντα στην περιοχή. Είδαμε λοιπόν, τόσο τις επιδιώξεις όσο και τις μεθοδεύσεις της Ρωσίας στην συγκεκριμένη περιοχή με αφορμή την Συμφωνία των Πρεσπών. Με ενδιαφέρον αναμένουμε την περαιτέρω εξέλιξη του διμερούς μας θέματος, καθώς και τις κινήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στα Βαλκάνια. Και είναι βέβαιον, ότι οι κινήσεις ειδικότερα της Ρωσίας θα μας απασχολήσουν και πάλι σύντομα…