Ως μία εμβληματική κίνηση της κυβέρνησης, χαρακτήρισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, την αύξηση του κατώτατου μισθού, μιλώντας στον ρ/σ Real FM. Την ίδια ώρα, σχολιάζοντας τις αναφορές του Ζόραν Ζάεφ στη «Μακεδονία», απάντησε ότι «οι γείτονές μας θα επιδείξουν καλή θέληση, τυπικά πράγματι ο κ. Ζάεφ έχει αυτό το δικαίωμα μέχρι να ολοκληρωθούν συγκεκριμένες τυπικές ενέργειες».
«Και είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι ο κ. Ζάεφ θα επιδείξει αυτή την καλή θέληση όπως έκανε και στο παρελθόν. Εντάξει, βρισκόμαστε σε μία κατάσταση και περίοδο απολύτως μεταβατική και εκτιμώ ότι σιγά – σιγά όλοι και στην Ελλάδα και κυρίως στη Βόρεια Μακεδονία θα ευθυγραμμιστούν με όσα προβλέπει και τα όσα επιβάλλει η Συμφωνία των Πρεσπών», πρόσθεσε.
Απαντώντας στις επικρίσεις κομμάτων της αντιπολίτευσης ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν επικοινωνιακό τέχνασμα, ο Δ. Τζανακόπουλος υπενθύμισε ότι η απόφαση αυτή είχε προαναγγελθεί περισσότερο από ένα χρόνο πριν, ενώ από τον Σεπτέμβριο του 2018 «όλοι γνώριζαν ότι η ανακοίνωση του νέου κατώτατου μισθού θα γίνει στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου, έτσι όπως ορίζει ο ίδιος ο νόμος».
«Το να προσπαθεί κάποιος να ανακαλύψει επικοινωνιακούς τακτικισμούς στην συγκεκριμένη κίνηση, νομίζω ότι είναι αν όχι παράδοξο, τουλάχιστον απολύτως ανακριβές και στην πραγματικότητα αναδεικνύει και τη σύγχυση και το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή και ο αντιπολιτευτικός Τύπος, αλλά και η αντιπολίτευση» είπε ο υπουργός και χαρακτήρισε αυθαίρετα τα συμπεράσματα που διατυπώνονται.
Τόνισε δε, πως ο,τιδήποτε κάνει η κυβέρνηση συνδέεται με τη Συμφωνία των Πρεσπών και υπενθύμισε όσα λέγονταν περί ανταλλαγής του μέτρου περικοπής των συντάξεων με τη Συμφωνία.
Επίσης, συνέστησε να «μην βάζουν τα λεφτά τους στο στοίχημα για τη μείωση του αφορολόγητου» απαντώντας στη σχετική κριτική από την πλευρά του ΚΙΝΑΛ, ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν και σε όσα λέγονταν για την περικοπή των συντάξεων και τόνισε ότι η ελληνική οικονομία επιτυγχάνει τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, «χωρίς να υλοποιηθεί οποιοδήποτε νέο μέτρο».
Ερωτηθείς για το χρόνο διεξαγωγής των εθνικών εκλογών, επανέλαβε ότι η κυβέρνηση έχει μπροστά της οκτώ μήνες και «έχει πολύ συγκεκριμένο στρατηγικό σχέδιο», ακόμη αναφέρθηκε στην ολοκλήρωση της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης, στο διάλογο με την Εκκλησία, στην ελάφρυνση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, στο νομοσχέδιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
«Έχουμε μπροστά μας πολύ σημαντικό έργο και μόνο με αυτό ασχολούμαστε. Δεν ασχολούμαστε με τις ημερομηνίες των εκλογών» τόνισε, επαναλαμβάνοντας ότι ο στόχος της κυβέρνησης είναι να ολοκληρώσει τη συνταγματική της θητεία.
Μιλώντας για τις ευρωεκλογές, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και συνολικά της ευρωπαϊκής Αριστεράς θα πρέπει να δώσουν μια μάχη ενάντια στο σκοταδισμό, στη μισαλλοδοξία, στο ρατσισμό και εκτίμησε ότι ο ελληνικός λαός αντιλαμβάνεται ότι τα διακυβεύματα αυτής της μάχης δεν μοιάζουν με προηγούμενες ευρωοκλογικές μάχες. «Εδώ παίζεται το ίδιο το μέλλον της Ευρώπης, το ίδιο το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης» σημείωσε και συμπλήρωσε ότι θα κριθεί αν η Αριστερά θα έχει τη δυνατότητα να αντιπαρατεθεί με την ακροδεξιά και ως εκ τούτου η μάχη των ευρωεκλογών «δεν θα είναι χαλαρή».
Απαντώντας σε κατηγορίες στελεχών της Κεντροαριστεράς, για προσπάθεια σφετερισμού και άλωσης του χώρου του Κέντρου από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο υπουργός Επικρατείας τόνισε ότι το ΚΙΝΑΛ, «στη μεγάλη μάχη που σηματοδοτήθηκε από τη Συμφωνία των Πρεσπών» και αντίθετα με την δική του πολιτική παράδοση, επέλεξε να υιοθετήσει επιχειρήματα «που έχουν γεννηθεί στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος».
Όπως είπε, δημιουργήθηκε μέτωπο που στήριξε τη Συμφωνία και κατά συνέπεια, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για ένα ευρύτερο διάλογο, με στόχο πολιτικές συγκλίσεις και σε άλλα σημεία, όπως η αγορά εργασίας και η πολιτική για την ανασυγκρότηση της χώρας και η οικοδόμηση κοινωνικού κράτους. «Σε αυτά τα ζητήματα το ΚΙΝΑΛ έχει αδυναμία να απαντήσει και γι’ αυτό το λόγο αισθάνεται πολιτικά ευάλωτο» είπε ο Δ. Τζανακόπουλος.