Μετά την έξοδο από τα μνημόνια, ο “αντισυμβαλλόμενος” της χώρας δεν είναι πλέον οι “θεσμοί”, αλλά οι αγορές.
Αυτό καθίσταται οδυνηρά σαφές από την εικόνα των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες μόλις τρεις μήνες μετά την λήξη της μακράς μνημονιακής περιόδου, βιώνουν ένα ανελέητο σφυροκόπημα των μετοχών τους που φέρνει τον τραπεζικό δείκτη κοντά στις 400 μονάδες και στο ιστορικό χαμηλό του 2016. Χθες, ο τραπεζικός δείκτης έκλεισε με πτώση 6,34%, στις 409,08 μονάδες και για πρώτη φορά η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών υποχώρησε στα 3,95 δισ. ευρώ, από 8,7 δισ. ευρώ στις αρχές του έτους.
Έχοντας χάσει άνω της μισής κεφαλαιοποίησής τους από τις αρχές του έτους, και μάλιστα κατά το μεγαλύτερο μέρος της στο τελευταίο τρίμηνο, οι τράπεζες πληρώνουν τοις μετρητοίς πλέον, τον “φόρο αίματος” των “κόκκινων” δανείων.
Όχι επειδή οι επιδόσεις τους στη μείωση των NPLs χειροτερεύουν, αλλά διότι έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος και τα “κλειδιά” που αναζητούνται όψιμα για να “ξεκλειδώσουν” το πρόβλημα, δύσκολα θα ταιριάξουν σε μια σκουριασμένη κλειδαριά, ανοίγοντας την πόρτα της πιστωτικής επέκτασης. Αυτό είναι το τελικό ζητούμενο για την ανάκαμψη της οικονομίας και την επαναφορά των τραπεζών στον παραδοσιακό τους ρόλο και λόγο ύπαρξης.
Καθώς το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων κρατά τις τράπεζες και την οικονομία μακριά από τον τελικό στόχο, οι αγορές επικεντρώνουν την προσοχή τους στην πορεία των εσόδων των τραπεζών που βαίνει φθίνουσα. Ο περιορισμένος έως ανύπαρκτος ορίζοντας για την αύξηση των εσόδων αποτελεί το έτερο “βαρίδι”, μαζί με τα NPLs, στη ζυγαριά των αγορών για τις ελληνικές τράπεζες. Και αυτό θα αποτυπωθεί ξανά στις παρουσιάσεις των αποτελεσμάτων γ΄ τριμήνου των τραπεζών που ξεκινούν από αύριο.
Αύριο αναμένεται και η επίσημη παρουσίαση της πρότασης της ΤτΕ για την δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, μία πρόταση που βρίσκεται σε επεξεργασία, πλην όμως σε πολύ πρώιμο στάδιο, όπως δήλωσε χθες η επικεφαλής του SSM, Ντανιέλ Νουί.
Παράλληλα, θέμα κομβικό για την εξέλιξη των “κόκκινων” δανείων είναι η διαπραγμάτευση για το καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας μετά την κατάργηση του άρθρου 9 του νόμου Κατσέλη στις 31 Δεκεμβρίου. Πρόκειται για το άρθρο που προβλέπει την προστασία της πρώτης κατοικίας βάσει μιας σειράς κριτηρίων (αντικειμενική αξία ακινήτου, οικογενειακή κατάσταση, εύλογο μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα διαβίωσης στη βάση του ορίου φτώχειας/ΕΛΣΤΑΤ), τα οποία οι “θεσμοί” θέλουν πολύ πιο αυστηρά και σε καμία περίπτωση με οριζόντια εφαρμογή.
Ζητούμενο είναι να απομονωθούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές που υπολογίζονται στο ¼ των δανειοληπτών με μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια, να αποκατασταθεί η κουλτούρα πληρωμών και να μην τεθεί σε κίνδυνο η επίτευξη των στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Όπως έχει γράψει το Capital.gr, απαντώντας στην πρόκληση που θέτει η εκπνοή του νόμου Κατσέλη και της προστασίας της πρώτης κατοικίας στις 31/12/2018, κυβέρνηση και τράπεζες εξετάζουν επιλογές, όπως αυτή του προγράμματος “Εστία” που εφαρμόστηκε στην Κύπρο.
Το σκεπτικό του προγράμματος αυτού έχει ως βάση την σχέση αξίας δανείου και υποκείμενου ακινήτου (loan to value), συνυπολογίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα του δανειολήπτη.
Στην περίπτωση που η αξία του δανείου είναι υψηλότερη από αυτήν του ακινήτου, η τράπεζα θα “κουρεύει” το υπερβάλλον και μετά θα συμφωνείται νέα ρύθμιση με τον οφειλέτη την οποία το κράτος θα επιδοτεί κατά το 1/3.
Σημειώνεται ότι στο ακίνητο, πέραν της προσημείωσης που ήδη φέρει υπέρ της πιστώτριας τράπεζας, θα εγγράφεται και νέα προσημείωση υπέρ του Δημοσίου. H προσημείωση του ακινήτου και από το Δημόσιο σε συνδυασμό με την επιδότηση της δόσης του δανείου, σε περίπτωση πώλησης του ακινήτου θα δημιουργεί δικαιώματα στο Δημόσιο. Αυτό θα μπορεί να αξιώσει την είσπραξη μέρους του τιμήματος από την πώληση κατά το ποσό που αναλογεί βάσει της επιδότησης που έχει καταβάλει.