Η αυτοδυναμία, η αποχή, το όριο του 3%, τα ποσοστά και η διαφορά των κομμάτων
Η τηλεοπτική συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ ήρθε να “ταράξει τα νερά” μιας άνευρης και απρόσωπης προεκλογικής περιόδου. Είναι το γεγονός που συζητήθηκε περισσότερο από όλες τις εμφανίσεις των πολιτικών αρχηγών, χωρίς, ωστόσο, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ να καταφέρει να ανιστρέψει το κλίμα των ευρωεκλογών. Μετά τις διπλές κάλπες που προηγήθηκαν μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος έχει αντιμετωπίσει τη σημερινή αναμέτρηση ως μια διεκπεραιωτική διαδικασία που όλοι γνωρίζουν πάνω – κάτω το αποτέλεσμα. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει, όμως, η κάλπη να κρύβει και εκπλήξεις και συνεπώς οι κομματικοί μηχανισμοί είναι σε εγρήγορση.
Παρά την αισιοδοξία στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που ακόμα και την Παρασκευή μιλούσαν για ανατροπή, η πρωτιά της ΝΔ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Κατά πολλούς έχει “κλειδώσει” και η αυτοδυναμία, ωστόσο η χρονική περίοδος που πραγματοποιούνται οι εκλογές προκαλεί εύλογα ερωτηματικά. Πού θα κινηθεί η αποχή και ποιο θα είναι το ποσοστό του εκλογικού σώματος που δεν θα σταματήσει τις διακοπές του για να επιστρέψει πίσω στα εκλογικά παραβάν; Η λήξη των πανελλαδικών εξετάσεων και η ολοκλήρωση της σχολικής και ακαδημαϊκής χρονιάς δεν είναι αρωγός για να σημειωθεί μια αυξημένη συμμετοχή. Αναμφισβήτητα ο αριθμός των συμμετεχόντων είναι ένας κρίσιμος παράγοντας με όλα τα κόμματα να έχουν χτυπήσει “καμπανάκι” στους ψηφοφόρους τους. Οι προηγούμενες εθνικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν την καρδιά του καλοκαιριού ήταν τον Αύγουστο του 1928.
Το ποσοστό αποχής τον Σεπτέμβριο του 2015 έφτασε στο 43,84% και το καλό σενάριο θέλει και σήμερα να κινείται περίπου σε αυτά τα επίπεδα. Δηλαδή περίπου ένας στους δυο πολίτες να επιλέξει να μη συμμετέχει στη διαδικασία.
Κομβική θα είναι η προέλευση της αποχής, όχι μόνο ως προς τους πολιτικούς χώρους, αλλά και ως προς τις ηλικιακές και πληθυσμιακές ομάδες. Οι νέοι ψηφοφόροι είναι οι πιο “επίφοβοι” για να μην προσέλθουν στις κάλπες, ενώ κρίσιμο είναι πως θα συμπεριφερθεί και η μεσαία τάξη που είναι εμφανώς απογοητευμένη από τις πολιτικές των μνημονίων των τελευταίων χρόνων. Υπάρχουν και πολλοί εργαζόμενοι στον τουριστικό κλάδο που λόγω εποχικής απασχόλησης έχουν αναγκαστεί ήδη να μετακομίσουν στους τόπους εργασίας τους.
Έμπειροι κοινοβουλευτικοί τόνιζαν πως οι πιο αμφίβολοι για να προσέλθουν στις κάλπες είναι οι ψηφοφόροι των μικρότερων κομμάτων (πρωτοεμφανιζόμενων ή όσων δεν έπιασαν το όριο του 3%) και όχι τόσο όσοι στις 26 Μαΐου στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ που φαίνεται πως η ψήφος τους ήταν συνειδητοποιημένη.
Σε κάθε περίπτωση βαρόμετρο θα αποτελέσει το ποσοστό που θα πάρει η Χρυσή Αυγή, το ΜέΡΑ 25 και η Ελληνική Λύσηκυρίως για το αν θα καταφέρουν να μπουν στη Βουλή. Ενδιαφέρον θα έχει το ποσοστό της Πλεύσης Ελευθερίας και της Ένωσης Κεντρώων που επίσης καταγράφουν μια δυναμική στις δημοσκοπήσεις.
Στις ευρωεκλογές τα εκτός Βουλής κόμματα σημείωσαν ποσοστό 21%. Στη σημερινή αναμέτρηση τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Η ψήφος είναι σαφώς πολωμένη από τους δυο “μεγάλους”, αλλά και περίπου το 11% των κομμάτων που συμμετείχαν στις προηγούμενες εκλογές προτίμησαν να μην δοκιμαστούν εκ νέου και έμειναν εκτός.
Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο το πρώτο κόμμα για να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία θα πρέπει να συγκεντρώσει ποσοστό 40,4% ανεξαρτήτως των κομμάτων που θα μπουν στη Βουλή. Για κάθε 1% που λαμβάνουν τα κόμματα εκτός Βουλής το ποσοστό του πρώτου για την αυτοδυναμία μειώνεται κατά 0,4%.
Το παιχνίδι όλο το τελευταίο δεκαπενθήμερο από ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ήταν σκληρό. Η γαλάζια παράταξη προσπάθησε να κερδίσει ό,τι περισσότερο μπορούσε από τη “δεξιά πολυκατοικία” και από τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ μετά την αποχώρηση του Ευάγγελου Βενιζέλου. Οι “δεξαμενές” του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η Ελληνική Λύση, οι ΑΝΕΛ, αλλά και ένα κομμάτι της πίτας των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων που δεν πήγαν να ψηφίσουν στις 26 Μαΐου. Ο φόβος των επιτελών της οδού Πειραιώς είναι να υπάρξει εφησυχασμός λόγω της πρόσφατης νίκης των 9,5 μονάδων και για αυτό σε όλη την προεκλογική εκστρατεία τόνιζαν πως “τίποτα δεν έχει κριθεί”.
Το μεγαλύτερο κομμάτι της αποχής δείχνει να διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αγώνας που δόθηκε για αφύπνιση του συγκεκριμένου κοινού ήταν μεγάλος. Την ίδια στιγμή δεν είναι τυχαίο πως σε όλες τις τελευταίες του ομιλίες ο Αλέξης Τσίπρας αναφερόταν στον Ανδρέα Παπανδρέου επιχειρώντας να ξυπνήσει τα αντιδεξιά αισθήματα των κεντρώων ψηφοφόρων. Σε αυτό το πλαίσιο οι επιθέσεις στον Κώστα Καραμανλή πολλαπλασιάστηκαν, ενώ εν δυνάμει ψηφοφόροι υπάρχουν και στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ από τους σχηματισμούς που φαίνεται να μένουν εκτός Βουλής, συμπεριλαμβανομένου και του ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη που οι δημοσκοπήσεις τον φέρνουν κοντά στο 3%. Η απογοήτευση των ψηφοφόρων από το κακό αποτέλεσμα της 26ης Μαΐου είναι ο μεγάλος αντίπαλος του Αλέξη Τσίπρα που σε όλη την προεκλογική περίοδο προσπαθούσε να κάνει “ενέσεις τόνωσης ηθικού” πως η ανατροπή είναι εφικτή.
Στην Κουμουνδούρου το βλέμμα είναι στραμμένο και στο ποσοστό που θα λάβει το κόμμα επιθυμώντας να αυξήσουν οπωσδήποτε τα νούμερα των ευρωεκλογών έτσι ώστε σε σχέση με το ΚΙΝΑΛ ο Αλέξης Τσίπρας να είναι την επόμενη ημέρα ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της κεντροαριστεράς.