Στην αντεπίθεση περνά ο γνωστός ενεχυροδανειστής Ριχάρδος, καθώς ζήτησε με προσφυγή που κατέθεσε, μέσω του συνηγόρου του Αλέξη Κούγια, στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο την άμεση αποφυλάκιση του μιλώντας για «σκόπιμη προχειρότητα των αστυνομικών».
Με προσφυγές στα αρμόδια δικαστικά όργανα ζητούν την αποφυλάκισή τους, πολλοί από τους οκτώ προσωρινά κρατούμενους για την υπόθεση της φερόμενης λαθρεμπορίας χρυσού.
Οι κατηγορούμενοι ζητούν από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών την άρση της προσωρινής τους κράτησης, επικαλούμενοι τα έγγραφα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων βάσει των οποίων και η ανακρίτρια Διαφθοράς που χειρίζεται την υπόθεση, ζήτησε χθες την άμεση απόλυση τους.
Στην προσφυγή του, ο γνωστός ενεχυροδανειστής επαναλαμβάνει πως προφυλακίστηκε καθώς τα επίμαχα έγγραφα της ΑΑΔΕ δεν είχαν φθάσει στο ανακριτικό γραφείο κατά την ημέρα απολογίας του, ενώ την επομένη, οπότε η ανακρίτρια ενημερώθηκε από την Αρχή, όλοι οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι: «Δηλαδή όσοι είχαν την τύχη να απολογηθούν στις 3/12/2018, συνολικά 23 άτομα, αποφυλακίσθηκαν με βάση την απάντηση της ΑΑΔΕ, ενώ εγώ που είχα την ατυχία να απολογηθώ στις 2/12/2018, παραμένω προσωρινά κρατούμενος» .
Ο κατηγορούμενος, που μεταφέρθηκε στις φυλακές Ναυπλίου, υπογραμμίζει επίσης μεταξύ άλλων, πως εφόσον δεν τίθεται καν ζήτημα λαθρεμπορίας χρυσού, «εντελώς παράνομα κατασχέθηκαν οι πλάκες χρυσού και ασημιού που βρίσκονταν στο κεντρικό μου κατάστημα επί της οδού Πατησίων 32 εντός ειδικών κιβωτίων εξαγωγής, καθόσον δεν αποτελούν λαθρεμπόρευμα».
Επιπλέον, σχολιάζοντας τα δεδομένα που απέστειλε στο ανακριτικό γραφείο η Αρχή, ο ενεχυροδανειστής αναφέρει: «Το Ελληνικό Δημόσιο που φέρεται ως παθόν στην υπόθεση, επίσημα δήλωσε ότι δεν έχει απαίτηση δασμών και φόρων από την αποδιδόμενη στους κατηγορουμένους πράξη λαθρεμπορίας, διότι δεν πρόκειται περί λαθρεμπορίας αλλά περί απλής τελωνειακής παράβασης, άρα το Ελληνικό Δημόσιο δεν είναι παθόν και συνεπώς δεν υπάρχει ούτε ποινικό αδίκημα, ούτε κάποιο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη συνέχιση της ταλαιπωρίας όσων άδικα προφυλακίστηκαν».
Τονίζει επίσης, ότι με την παράταση της κράτησής του, «ενώ το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει καμία απαίτηση εναντίον μου από τις δικαζόμενες πράξεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μείνουν απλήρωτες οι υποχρεώσεις μου προς το ελληνικό Δημόσιο από την επιχειρηματική μου δραστηριότητα σε περίπτωση συνεχίσεως της προσωρινής μου κράτησης. Συνεπώς, αυτό που προκαλεί αυτή τη στιγμή κίνδυνο βλάβης των συμφερόντων του ελληνικού Δημοσίου, δεν είναι οι διερευνώμενες πράξεις μου, αλλά η άδικη και συνεχιζόμενη προσωρινή μου κράτηση».
Τέλος, υπογραμμίζει ότι «δυστυχώς, η τεράστια αρνητική δημοσιότητα που έχω υποστεί αυτές τις ημέρες μετά τη σύλληψή μου, έχει σοβαρές επιπτώσεις στα καταστήματά μου με την ουσιαστική παύση προσέλευσης πελατών, αφού επλήγη η αξιοπιστία και η εντιμότητά μου έναντι του κοινού, και αν δεν ανατραπεί αυτή η κατάσταση με την αποφυλάκισή μου, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να κλείσουν τα καταστήματα, να απολυθεί το προσωπικό και να βρεθούν 100 οικογένειες στο δρόμο».
Στην προσφυγή για αποφυλάκισή της, η γραμματέας του ενεχυροδανειστή, μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, χαρακτηρίζει «άκρα αδικία» την εξακολούθηση της προσωρινής της κράτησης, ενώ τονίζει πως είναι εργαζόμενη στην εταιρία του, «αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό και παρέχουσα τις απολύτως νόμιμες υπηρεσίες της, με τους απαιτούμενους νόμιμους τύπους, σε νόμιμες δραστηριότητες κατά τη λειτουργία της επιχείρησης αυτής…χωρίς να έχει διαπιστώσει ή αντιληφθεί κάποια δήθεν ‘μη νόμιμη’ δραστηριότητα, ούσα τελείως άμεμπτος».