Γράφει η Ιωάννα Τσακαλάκου
Η παγκόσμια οικονομία μετασχηματίζεται ραγδαία με τη μετάβαση από τη συμβατική στην ψηφιακή μορφή. Τα κρυπτονομίσματα, ως μέρος αυτής της μεταβολής, διαδραματίζουν ένα καίριο ρόλο στην αναδιαμόρφωση των χρηματοοικονομικών διαδικασιών. Έτσι, παρά τις δυνατότητες τους για καινοτομία και οικονομική ένταξη, έχει διαπιστωθεί ότι χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις. Ως εκ τούτου, η ψηφιοποίηση των οικονομικών σχέσεων και διαδικασιών αποτελεί ένα από τα ριζικά χαρακτηριστικά του 21ου αιώνα. Αν και η τεχνολογία blockchain, που αποτελεί τη βάση των κρυπτονομισμάτων, προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα σε όρους διαφάνειας και ασφάλειας, επίσης, έχει δημιουργήσει ένα νέο πεδίο για την εγκληματική δραστηριότητα, ιδίως στη σφαίρα του ξεπλύματος «βρώμικου» χρήματος.
Τι είναι κρυπτονομίσματα;
Τα κρυπτονομίσματα αποτελούν ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούν κρυπτογραφία για να διασφαλίσουν τις συναλλαγές και να ελέγξουν τη δημιουργία νέων μονάδων. Το bitcoin αποτέλεσε το πρώτο εικονικό νόμισμα και άνοιξε τον δρόμο για την ανάπτυξη χιλιάδων άλλων ψηφιακών νομισμάτων. Συνάμα, η τεχνολογία blockchain, στην οποία βασίζονται, λειτουργεί ως ένα αποκεντρωμένο καθολικό αρχείο (ledger), που καταγράφει τις συναλλαγές με τρόπο αμετάβλητο.
Αν και οι συναλλαγές είναι δημόσιες, η ανωνυμία των χρηστών αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό, με τις διευθύνσεις των «πορτοφολιών» να μην σχετίζονται απαραίτητα με τα προσωπικά στοιχεία. Για αυτό το λόγο, αυτό το στοιχείο καθιστά τα κρυπτονομίσματα ελκυστικά για όσους επιθυμούν να αποκρύψουν την προέλευση των παράνομων εσόδων.
Κρυπτονομίσματα και ξέπλυμα «βρώμικου» χρήματος
Η χρήση των κρυπτονομισμάτων για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις στη νέα ψηφιακή οικονομία. Συνάμα, η φύση των ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων καθιστά την ανίχνευση και τον έλεγχο των ροών κεφαλαίων ιδιαίτερα δύσκολη, παρέχοντας ταυτόχρονα σημαντικά περιθώρια δράσης σε εγκληματικά δίκτυα.
Το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος μέσω κρυπτονομισμάτων ακολουθεί, σε γενικές γραμμές, την κλασσική τριμερή διαδικασία της τοποθέτησης, στρωματοποίησης και ενσωμάτωσης. Στην πρώτη φάση, η οποία αφορά την είσοδο των παράνομων κεφαλαίων στο χρηματοοικονομικό σύστημα, οι εγκληματίες μετατρέπουν τα μετρητά σε ψηφιακά νομίσματα είτε μέσω ανταλλακτηρίων που λειτουργούν χωρίς επαρκείς ελέγχους ταυτοποίησης χρηστών είτε μέσω αυτόματων μηχανών (crypto ATMs), που σε ορισμένες περιπτώσεις λειτουργούν χωρίς συμμόρφωση προς τις κανονιστικές απαιτήσεις. Στο δεύτερο στάδιο, η οποία επιδιώκει να διασπάσει και να αποκρύψει την προέλευση των κεφαλαίων, γίνεται χρήση εξελιγμένων τεχνολογικών μέσων, όπως οι υπηρεσίες ανάμιξης (mixers/tumblers), οι οποίες συγχέουν ψηφιακές συναλλαγές πολλών χρηστών, δυσκολεύοντας τη χαρτογράφηση της προέλευσης και του τελικού αποδέκτη των χρημάτων. Επιπλέον, σημαντική χρήση γίνεται από «privacy coins» όπως το Monero και το Zcash, που ενισχύουν την ανωνυμία των συναλλαγών, καθιστώντας την παρακολούθηση σχεδόν αδύνατη. Στο τελευταίο στάδιο, τα κεφάλαια επανεισάγονται στην «νόμιμη» οικονομία μέσω αγορών ακινήτων, πολυτελών αγαθών ή μέσω χρηματοδότησης startups ή καλλιτεχνικών έργων, ιδίως υπό τη μορφή NFTs, που επιτρέπουν την ελεύθερη αποτίμηση της αξίας ενός ψηφιακού αντικειμένου.
Συνάμα, τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί νέες τεχνικές μέθοδοι ξεπλύματος, που βασίζονται σε καινοτομίες του χώρου των κρυπτονομισμάτων. Παραδείγματος χάριν, πλατφόρμες DeFi (decentralized finance) προσφέρουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες χωρίς ενδιάμεσους φορείς ή κεντρικό έλεγχο, γεγονός που δυσχεραίνει σημαντικά την εποπτεία. Επιπλέον, τα «flash loans», δηλαδή δάνεια που λαμβάνονται και επιστρέφονται στην ίδια την συναλλαγή, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη γρήγορη και μαζική μεταφορά κεφαλαίων, διαγράφοντας ψηφιακά ίχνη μέσω πολύπλοκων και αυτοματοποιημένων συμβολαίων. Ως εκ τούτου, οι εγκληματίες εκμεταλλεύονται πλατφόρμες ηλεκτρονικών παιχνιδιών που επιτρέπουν μεταφορά ψηφιακών tokens με πραγματική αξία, προσφέροντας μια πρόσθετη διαδρομή μεταφοράς αξίας μακριά από τα παραδοσιακά οικονομικά κανάλια.
Για αυτό το λόγο, ο εντοπισμός εγκληματικών δραστηριοτήτων αποτελεί τεράστια πρόκληση για τις διωκτικές και ρυθμιστικές αρχές παγκοσμίως. Η φύση του blockchain ως δημόσιου αλλά συχνά αδιάφανου αρχείου, σε συνδυασμό με την παγκόσμια προσβασιμότητα των ψηφιακών ανταλλακτηρίων και τη δυνατότητα συνεχούς αλλαγής δικτύων (chain hopping), καθιστούν τη χαρτογράφηση των κινήσεων των κεφαλαίων εξαιρετικά δύσκολη. Παρά τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων ανάλυσης, όπως οι πλατφόρμες οι Chainalysis και Elliptic, οι εγκληματίες προηγούνται συχνά των προσπαθειών εντοπισμού μέσω της συνεχούς εξέλιξης των τεχνολογιών που χρησιμοποιούν.
Επιπλέον, οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του φαινομένου είναι βαθιές καθώς το ξεπλυμένο χρήμα, που δεν υπόκειται σε φορολόγηση ή έλεγχο, υπονομεύει την εύρυθμη λειτουργία των εθνικών οικονομιών, δημιουργώντας απώλεια κρατικών εσόδων και υπονομεύοντας την αξιοπιστία του φορολογικού και τραπεζικού συστήματος. Συνάμα, η χρηματοδότηση εγκληματικών δραστηριοτήτων, από το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών μέχρι την τρομοκρατία, ενισχύεται μέσω αυτών των μηχανισμών, με τελικό αποτέλεσμα τη διατάραξη της κοινωνικής συνοχής και την αύξηση του οργανωμένου εγκλήματος.
Ως εκ τούτου, η διεθνής κοινότητα έχει ήδη προβεί σε ενέργειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αν και η πρόοδος είναι άνιση. Ωστόσο, σημαντικά βήματα αποτελούν ο κανονισμός MiCA της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος θεσπίζει το πλαίσιο για τις αγορές κρυπτονομισμάτων αλλά και την εφαρμογή της «Travel Rule» της FATF, η οποία απαιτεί από τους παρόχους υπηρεσιών να συλλέγουν και να διαμοιράζονται πληροφορίες για τους αποστολείς και παραλήπτες των συναλλαγών. Παράλληλα, πολλές χώρες θεσπίζουν υποχρεωτικές διαδικασίες KYC (Know Your Customer)/AML (Anti–Money Laundering) για τα ανταλλακτήρια και τις πλατφόρμες crypto, προσπαθώντας να επιτύχουν έναν καλύτερο έλεγχο στις ροές ψηφιακών κεφαλαίων.
Παρόλα αυτά, το ψηφιακό οικοσύστημα συνεχίζει να αναπτύσσεται ταχύτερα από τη ρυθμιστική προσαρμογή. Το γεγονός ότι πολλές πλατφόρμες είναι αποκεντρωμένες ή ανώνυμες, καθιστά σχεδόν αδύνατο τον άμεσο έλεγχο. Συνεπώς, η ανάγκη για διεθνή συνεργασία, διαμοιρασμό τεχνογνωσίας και επενδύσεων σε τεχνολογικές λύσεις ανίχνευσης καθίσταται πιο επείγουσα από ποτέ.
Εν κατακλείδι, η μετάβαση από τη συμβατική στην ψηφιακή οικονομία έχει φέρει επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι συναλλαγές, επενδύονται τα κεφάλαια και διακινείται η αξία παγκοσμίως. Έτσι, τα κρυπτονομίσματα αντιπροσωπεύουν ένα εξαιρετικά καινοτόμο τεχνολογικό επίτευγμα, με τη δυνατότητα να ενισχύσουν την οικονομική ένταξη, να μειώσουν το κόστος συναλλαγών και να δημιουργήσουν νέα επιχειρηματικά μοντέλα. Ωστόσο, η ίδια τους η φύση, που βασίζεται στην ανωνυμία, την αποκέντρωση και την απουσία διαμεσολαβητών, έχει καταστήσει τα ψηφιακά νομίσματα ελκυστικά εργαλεία για τη νομιμοποίηση παράνομων κεφαλαίων.
Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος μέσω των κρυπτονομισμάτων δεν αποτελεί μόνο μια τεχνική πρόκληση για τις αρμόδιες αρχές αλλά και μια δομική απειλή για τη διαφάνεια και τη σταθερότητα των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συστημάτων. Όμως, οι επιπτώσεις είναι πολλαπλές όπως η απώλεια φορολογικών εσόδων, η ενίσχυση του οργανωμένου εγκλήματος, η στρέβλωση των νόμιμων αγορών και η διάβρωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς.
Παρά τις ρυθμιστικές πρωτοβουλίες και την πρόοδο στον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών μέσω τεχνολογικών λύσεων, το χάσμα μεταξύ της ραγδαίας εξέλιξης του οικοσυστήματος των κρυπτονομισμάτων και της ρυθμιστικής ικανότητας των κρατών παραμένει μεγάλο. Η λύση δεν μπορεί να προέλθει από μονομερείς εθνικές ενέργειες. Αντίθετα, απαιτείται συντονισμένη διεθνής δράση, διαφανής ανταλλαγή πληροφοριών, ενίσχυση της τεχνολογικής υποδομής εποπτείας και επένδυση στη χρηματοοικονομική εκπαίδευση των πολιτών, ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες ακούσιας εμπλοκής τους σε παράνομες δραστηριότητες.
Έτσι, τα κρυπτονομίσματα δεν είναι εγγενώς καλά ή κακά, αλλά όπως κάθε εργαλείο, η χρήση τους εξαρτάται από το πλαίσιο που εντάσσονται και από τις ηθικές, θεσμικές και νομικές παραμέτρους που τα περιβάλλουν. Το ζητούμενο για το μέλλον είναι η δημιουργία ενός ισορροπημένου πλαισίου που θα επιτρέπει την καινοτομία και την οικονομική ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα θα αποτρέπει την εκμετάλλευση των ψηφιακών τεχνολογιών από εγκληματικά δίκτυα.
The post Η μετάβαση από τη συμβατική οικονομία στην ψηφιακή: ο ρόλος των κρυπτονομισμάτων στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες appeared first on CSIi – Cyber Security International Institute.
Πηγή : https://www.csii.gr/